- πολυσπιλάς
- πολυσπιλάςwith many rocksfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυσπιλάς — άδος, ἡ, Α (για πόλη) αυτή που έχει πολλές βραχώδεις κορυφές («Ἡραία τραχεῖα πολυσπιλάς», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σπιλάς, άδος (< σπίλος«απότομος βράχος, σκόπελος»)] … Dictionary of Greek